- δύσπειστον
- δύσπειστοςhard to persuademasc/fem acc sgδύσπειστοςhard to persuadeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσπειστος — δύσπειστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μεταπείθεται, ισχυρογνώμων 2. απειθής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσπειστον η ιδιότητα τού δύσπειστου … Dictionary of Greek